Thursday, December 23, 2010
Wish
Monday, December 13, 2010
Hasta Siempre...
"Τί είναι υπανάπτυξη; Ένας νάνος με τεράστιο κεφάλι και μεγάλο θώρακα είναι "υπανάπτυκτος", αφού τα αδύναμα πόδια του και τα κοντά χέρια του δεν αρθρώνονται σωστά με την υπόλοιπη οικονομία του σώματός του. Είναι προϊόν ενός τερατώδους φαινομένου που έχει αλλοιώσει την ανάπτυξή του. Είναι αυτό που στην πραγματικότητα είμαστε εμείς, οι ευγενικά αποκαλούμενοι "υπανάπτυκτοι": αποικιακές χώρες, ημιαποικιακές ή ανεξάρτητες. Είμαστε χώρες με στρεβλωμένη από την αυτοκρατορική δράση οικονομία [...] "
Saturday, December 11, 2010
Γράμμα της Λού - Λού προς τον Άγιο...
Αγαπητέ Άγιε Βασίλη,
Sunday, November 28, 2010
Το quiz του Νοεμβρίου...
Wednesday, November 17, 2010
Τότε - τώρα ...
Sunday, November 14, 2010
Are we awesome?
Saturday, November 6, 2010
Bitter Sweet Symphony
Monday, November 1, 2010
My sweet november...
Sunday, October 31, 2010
Δον Κιχώτες - Καρυωτάκης
Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.
Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δε σ' το 'λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων, αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ' άλογό μου!»
Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα
στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν' απαρνηθούν τις πρώτες.
Τους είδα πίσω να 'ρθουνε -- παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι' ανύπαρχτο βασίλειο --
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά, πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!
Friday, October 29, 2010
Οι χήνες
Οι χήνες
Ένας χωριάτης κάποτε τις χήνες του είχε πάρει, για να τις πάει
για πούλημα στης πόλης το παζάρι. Κι έτσι, καθώς βιαζότανε
να πάει στον προορισμό του, δεν ήταν και πολύ πολύ λεπτός
στο φέρσιμο του. Συχνά πυκνά βαρώντας τες μ’ ένα μακρύ
καλάμι, τους θύμιζε τι θα ‘πρεπεν η καθεμιά να κάμει. Μα
κείνες, που σε ζόρισμα δεν ήταν μαθημένες, αδιάκοπα
ξεφώνιζαν και σκούζανε οι καημένες. Γι’ αυτό και σαν
απάντησαν στο δρόμο ένα διαβάτη, τέτοια παράπονα άρχισαν
να λεν για το χωριάτη:
- Για κοίτα πώς μας φέρνεται και πώς μας βασανίζει
τούτος ο αγροίκος, που σκληρά τη μοίρα μας ορίζει!
Ποιος το ‘λπιζε, ποιος το ‘λέγε να καταντήσουμ’ έτσι
εμείς που καταγόμαστε από τρανό κοτέτσι,
εμείς, που ένδοξους έχουμε προγόνους μας εκείνες τις θρυλικές
κι ασύγκριτες του Καπιτωλίου χήνες που κάποια νύχτα σώσανε
την αιωνία τη Ρώμη και τις τίμησαν με γιορτές και τις τιμούν ακόμη…
- Mα εσείς γιατί γυρεύετε να σας τιμούνε τώρα; ρωτά ο
διαβάτης. Τι καλό εκάματε στη χώρα;
- Οι πρόγονοι μας…
- Ε, καλά. Αυτά τα ‘χω διαβάσει. Στην ιστορία
της χώρας μας για πάντα έχουν περάσει. Μα πέστε εσείς ποιο
κάματε κατόρθωμα μεγάλο;
- Οι προγονοί μας έσωσαν τη Ρώμη. Θέλει κι άλλο;
- Μα εσείς, εσείς τι κάματε, τιμές για να ζητήστε;
- Εμείς… προς ώρας τίποτε.
- Τότε, λοιπόν, αφήστε ήσυχους τους προγόνους σας στους
τάφους τους να μένουν.
Εκείνοι αυτό που πράξανε αυτό κι απολαβαίνουν. Μα εσείς,
κυράδες μου, θαρρώ πως θα ‘στε τιμημένες σαν είστε
παραγεμιστές ή και… ξεροψημένες.
Ιβάν Κριλόφ
Εχτές ήταν εθνική "εορτή". Βγήκαμε, κάναμε παρελάσεις, σηκώσαμε σημαίες όσο πιο ψηλά μπορούσαμε, τις βγάλαμε στα μπαλκόνια, κάναμε το σταυρό μας πολλές φορές στο "εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως", τηρήσαμε σιγή 1 λεπτού, παίξαμε τον εθνικό μας ύμνο, χειροκροτήσαμε τα παιδάκια που είπαν καλά το ποιηματάκι τους, είπαμε "χρόνια πολλά", μασαμπουκώσαμε, ήπιαμε καφέδες, ξαναείπαμε "χρόνια πολλά" και γυσίσαμε σπίτι.
Αισθανόμαστε υπερήφανοι. Γιατί οι πρόγονοί μας πολέμησαν ηρωϊκά και έδωσαν τη ζωή τους γι'αυτόν τον τόπο. Γιατί κάποτε έχτισαν και τον Παρθενώνα.Γιατί οι Σουλιώτισσες πήδηξαν στον γκρεμό, ενώ χόρευαν το χορό του Ζαλόγγου. Γιατί κάποτε ήμαστε το κέντρο του κόσμου. Γιατί ο Μ. Αλέξανδρος ήταν Έλληνας. Γιατί ο Λεωνίδας είπε "μολών λαβέ" και ο Σωκράτης "εν οίδα ότι ουδέν οίδα".Γιατί "το Πολυτεχνείο Ζει". Γιατί... όπως είπε και ο Γκας Πορτοκάλος «Η λέξη miller έχει τη ρίζα της στα ελληνικά γιατί έχει μέσα της το milo, που στα ελληνικά σημαίνει apple (μήλο)»... : Ρ
Και όταν μας ρωτούν... εσείς τί κάνατε; Εμείς απαντάμε: "δε φταίμε...ο άλλος φταίει, ο πράσινος, ο γαλάζιος, ο κόκκινος..., αυτός μας έφαγε". Και όταν μας πιέζουν και λίγο παραπάνω τότε ξεσπάμε και φωνάζουμε "... Αυτοί οι Ευρωπαίοι τα φταίνε όλα... και το ΔΝΤ. Μας ρουφάνε το αίμα, μας φοράνε φέσι... ενώ σε εμάς οφείλουν ό,τι είναι τώρα". Και όταν ρωτήσουν τον κυρ - Τάκη (τυχαία η χρήση του ονόματος εννοείται!) θα φουσκώσει και θα πει με καμάρι και νόστο... "Εμείς όταν φτιάχναμε αγάλματα, αυτοί έμεναν ακόμη στα δέντρα και έβγαζαν κραυγές..."
Περασμένα μεγαλεία, διηγώντας τα να κλαις.
Αναρωτιέμαι...Αν απλά μια μέρα ξυπνούσαμε και είχαμε πάθει μια εθνική αμνησία... αν απλά είχε εξαφανιστεί ο,τιδήποτε μας θύμιζε τις παλιές μας δόξες. Αν είχε απωλεσθεί κάθε στοιχείο ιστορικής μνήμης. Και βλέπαμε μόνο το σήμερα. Όχι συγκριτικά με το τότε. Αν αντιμετωπίζαμε μόνο το παρόν: τότε πόσο υπερήφανοι πραγματικά θα μπορούσαμε να νιώσουμε;
1)Τί είναι η Ελλάδα τώρα;
Κατά καιρούς γινόμαστε και πάλι το κέντρο του κόσμου. Αλλά όχι πλέον για το πόσο καλοί είμαστε στις τέχνες και στον πολιτισμό. Αλλά γιατί διεκδικούμε τα πρωτεία σε πολλά όμορφα πράγματα: διαφθορά, σκάνδαλα, ανοργανωσιά κ.ο.κ
2) Τί είναι αυτοί που μας κυβερνούν;
Αυτοαποκαλούνται "πολιτικοί", αλλά νομίζω ότι οι περισσότεροι από αυτούς ανήκουν σε ένα μεταλλαγμένο και χιμαιρικό είδος στο οποίο όνομα δεν έχει βρεθεί , αλλά υπό διερεύνηση είναι η υπερέκφραση ορισμένων γονιδίων του όπως αυτά της "απομύζησης" κάθε ικμάδας και του"χαμαιλεοντισμού". Επίσης, εντυπωσιακές είναι οι ικανότητες παρασιτισμού που διαθέτει το συγκεκριμένο είδος και μάλιστα σε διαφορετικά περιβάλλοντα όπως αυτό της εργασίας, των πανεπιστημίων, της τοπικής αυτοδιοίκησης κ.ο.κ
3) Τί είναι οι Έλληνες;
Είναι ένας ανώτερος λαός. Έχουν ιδιαίτερα αναπτυγμένο το συναίσθημα της κοινωνικής αλληλεγγύης και της ευσυνειδησίας, σε βαθμό που οι νόμοι γι' αυτούς αποτελούν φούμαρα. Είναι οπαδοί ορισμένων πολύ ενδιαφερουσών θεωριών, όπως αυτές του "Σταρ*ιδισμού" , του "Ατομισκισμού" και της "Δικτατορίας του έτσι θέλω". Και νομίζω ότι προτιμούν το αργό ψήσιμο στους 180- 200 βαθμούς ενώ παρακαλούν τους μάγειρες τους (που εντελώς συμπτωματικά τυχαίνει να είναι το προαναφερθέν χιμαιρικό είδος) για λίγα κάστανα ακόμη.
Δεν είναι γιορτή. Είναι μνημόσυνο. Γι'αυτό που κάποτε ήταν κάποιοι και εμείς δε θα είμαστε ποτέ. Ζωή σε λόγου μας.
Wednesday, October 27, 2010
Γατο - μουσικο - ψυχοθεραπεία!
Tuesday, October 26, 2010
Πώς να με κάνετε πέρα στο μέλλον...
Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, το σπίτι μας γεμίζει με τον καρπό που έδωσε ο Πλούτωνας στην Περσεφόνη για να μείνει στον Άδη μαζί του. Είναι από τη - γέρικη, πλέον - ροδιά της αυλής μας. Ένα δέντρο που είναι άμεσα συνδεδεμένο με την παιδική μου ηλικία, οπότε μαζί με τα ρόδια, το μυαλό μου γεμίζει και όμορφες αναμνήσεις!
Saturday, October 23, 2010
The silhouette artist...
Friday, October 22, 2010
Ι Know...
Wednesday, October 20, 2010
Otan xarazei
Friday, October 15, 2010
Goofy: No Smoking
Wednesday, October 13, 2010
Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι
Μιας και ο τίτλος του ιστολογίου μου είναι "Crazy fairytales" θα ήταν παράλειψη να μη βάζω κάπου - κάπου και από κανένα παραμύθι... Διότι ένα παραμύθι μπορεί να πει τη μεγαλύτερη αλήθεια! Ευχαριστώ το φίλο μου Noobsaibot που μου έγραψε και μου έστειλε αυτή την ιστοριούλα που του διηγήθηκε κάποτε ο πατέρας του. :)
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν χαρακτήρες και συναισθήματα.Ζούσαν λοιπόν η Ευτυχία,η Βλακεία,η Λύπη,η Γνώση,η Αγάπη,ο Πλούτος,η Αλαζονεία.Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι άρχισαν να επισκευάζουν τις βάρκες τους για να φύγουν.Η Αγάπη όμως έμεινε πίσω,ήθελε να αντέξει μέχρι το τέλος.Το νερό όμως άρχιζε να την καλύπτει οπότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια πανέμορφη θαλαμηγό.
Η Αγάπη του λέει:''πάρε με μαζί σου Πλούτο'' και αυτός της απαντάει:''έχω γεμίσει το σκάφος μου με ασήμι και χρυσάφι και δεν έχω χώρο για να σε πάρω''.Περνά από μπροστά της η Αλαζονεία που επίσης είχε ένα πανέμορφο σκάφος.''Δεν μπορώ να σε πάρω Αγάπη μαζί μου γιατί θα μου βρέξεις το σκάφος γιατί είσαι μούσκεμα''.
Η Λύπη περνά και αυτή δίπλα από την αγάπη μουτρωμένη και στενοχωρημένη και της λέει ότι θέλει να μείνει μόνη της.Σε λίγο εμφανίζεται η Ευτυχία η οποία βέβαια είχε ένα ύφος τόσο χαρούμενο που δεν έδωσε καν σημασία στην παρουσία της Αγάπης.Ξαφνικά με φωνές και τραγούδια περνά η Βλακεία που θα πήγαινε σ'΄ενα πάρτι στο απέναντι νησί που από το θόρυβο δεν άκουγε καν τις εκκλήσεις της Αγάπης για βοήθεια.
Τότε εμφανίστηκε ένας ηλικιωμένος που η Αγάπη δεν τον γνώριζε,την πήγε στη στεριά και εξαφανίστηκε.Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα οφείλει σ'αυτόν που την έσωσε,ρωτά τη Γνώση που βρέθηκε κοντά της:''ποιός είναι αυτός που με έσωσε?'' και η Γνώση της απαντά:''ο Χρόνος'' και η Αγάπη τη ρωτά ''γιατί?'' και η Γνώση της λέει:''μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει τι είναι η Αγάπη και πόσο μεγάλη σημασία έχει,για να της σώσει τη ζωή''!
Sunday, October 10, 2010
Αντίο...
Tuesday, October 5, 2010
Η σονάτα του σεληνόφωτος - Γιάννης Ρίτσος
Γιάννης Ρίτσος - Ἡ σονάτα τοῦ σεληνόφωτος
Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.
Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.
Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου, χωρὶς καθόλου βαλίτσες - τί νὰ τὶς κάνεις; - Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι - τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.
Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τὸ πρῶτο μέρος. Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα, πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει.
Saturday, October 2, 2010
Περί φιλίας ο λόγος...
Sunday, September 26, 2010
Ζηλεύω... το μικρό μου το γατί!
-Βοηθά στην πρόληψη ασθενειών!
-Μειώνει την επιθετικότητα
-Προστατεύει απ το να χαθεί
-Αυξάνει τ η διάρκεια ζωής.
Συνεπώς, αποφάσισα ότι αυτό ήταν το σωστό για την αγαπημένη μου γατούλα και η επέμβαση έγινε. Από τότε, όντως, δεν το έχω μετανιώσει γιατί νιώθω ότι είναι πολύ ήρεμη, ευτυχισμένη, δεν βασανίζεται. Έχει και αυτη τη δικιά της καθημερινότητα με τους γατοπεριπάτους της στη γειτονιά, πάντα όμως γυρνάει στη βάση της, ξέρει που θα πάρει τον υπνάκο της, που θα παίξει και, γενικότερα, συμβιώνει μαζί μας πολύ αρμονικά...
Αλλά, φυσικά, δεν είναι ο στόχος μου να μιλήσω για τα πλεονεκτήματα της στείρωσης των γατιών σε αυτό το site...Πιο πολύ, ανέφερα τα παραπάνω για να σας περάσω αυτήν μου την σκέψη: Είναι κάποιες φορές που θα 'θελα να είμαι κι εγώ τόσο προστατευμένη συναισθηματικά όσο είναι η γάτα μου. Να μην είχα τον κίνδυνο ούτε να πληγώσω, αλλά ούτε και να πληγωθώ από το αντίθετο φύλο. Η ευτυχία μου να ήταν στις απλότητες της καθημερινότητας και όχι στις πολύπλοκες καταστάσεις που δημιουργούνται από τον έρωτα ή, τέλος πάντων, την ανάγκη αναζήτησης συντρόφου.
Είμαι πολύ νέα για να μιλάω έτσι; Δεν ξέρω... Σίγουρα αυτό που λέω είναι μια σκέψη... Σίγουρα αύριο- μεθαύριο θα ξυπνήσω, θα ξαναδιαβάσω αυτά που έγραψα απόψε και θα μου φανούν μαλακίες. Αλλά αυτή τη στιγμή, καθώς τη νιώθω να γουργουρίζει με ευχαρίστηση στα πόδια μου αυτό νιώθω... Τη ζηλεύω!
Friday, September 24, 2010
Simon's Cat 'TV Dinner'
Thursday, September 23, 2010
Sunday, September 19, 2010
Το γέλιο σου – Π. Νερούντα
Πάρε μου το ψωμί, αν θες,
πάρε μου τον αγέρα, μα
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.
Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη λόγχη που τινάζεις,
το νερό που ξάφνου
χυμά απ’ τη χαρά σου,
το απότομο κύμα
το ασήμι που γεννάς.
Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ
με μάτια κουρασμένα
θωρώντας κάποτε
τη γη που δεν αλλάζει,
μα έρχεται το γέλιο σου
αναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με
και μου ανοίγει τις πόρτες
όλες της ζωής.
Αγάπη μου, στις πιο μαύρες
ώρες μου τινάζεται
το γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
δεις το αίμα μου
να λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα ‘ναι στα χέρια μου
σα δροσερό σπαθί.
Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
το γέλιο σου ας αναβρύσει
σα σιντριβάνι, όλο αφρό
και την άνοιξη, αγάπη,
θέλω το γέλιο σου σαν
τον ανθό που πρόσμενα,
τον γαλανό ανθό, το ρόδο
της βουερής πατρίδας μου.
Γέλα στη νύχτα,
στη μέρα στο φεγγάρι,
γέλα στις στριφτές
στράτες του νησιού,
γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο
αγόρι που σ’ αγαπά,
μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου φεύγουν,
όταν γυρνούν τα βήματά μου,
αρνήσου με το ψωμί, τον αγέρα,
το φως, την άνοιξη,
μα ποτέ το γέλιο σου
γιατί θα πεθάνω.
Πάρε μου το ψωμί, αν θες,
πάρε μου τον αγέρα, μα
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.
Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη λόγχη που τινάζεις,
το νερό που ξάφνου
χυμά απ’ τη χαρά σου,
το απότομο κύμα
το ασήμι που γεννάς.
Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ
με μάτια κουρασμένα
θωρώντας κάποτε
τη γη που δεν αλλάζει,
μα έρχεται το γέλιο σου
αναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με
και μου ανοίγει τις πόρτες
όλες της ζωής.
Αγάπη μου, στις πιο μαύρες
ώρες μου τινάζεται
το γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
δεις το αίμα μου
να λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα ‘ναι στα χέρια μου
σα δροσερό σπαθί.
Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
το γέλιο σου ας αναβρύσει
σα σιντριβάνι, όλο αφρό
και την άνοιξη, αγάπη,
θέλω το γέλιο σου σαν
τον ανθό που πρόσμενα,
τον γαλανό ανθό, το ρόδο
της βουερής πατρίδας μου.
Γέλα στη νύχτα,
στη μέρα στο φεγγάρι,
γέλα στις στριφτές
στράτες του νησιού,
γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο
αγόρι που σ’ αγαπά,
μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου φεύγουν,
όταν γυρνούν τα βήματά μου,
αρνήσου με το ψωμί, τον αγέρα,
το φως, την άνοιξη,
μα ποτέ το γέλιο σου
γιατί θα πεθάνω.
Η κατάρα του… Happy Ending.
Τις προάλλες ξεκίνησα να διαβάζω ένα μυθιστόρημα της Αναστασίας Καλλιότζη, το «Όλα ήταν τόσο υπέροχα»… Είναι από εκείνα τα βιβλία που διαβάζονται με ταχύτητα 100 σελ/h γι’αυτό ακόμη και να είναι πιο χοντρά από έναν τόμο Παθολογίας ή Χειρουργικής τα «ξεπετάς» σε 1 άντε το πολύ 2 μερούλες. Συνήθως, τα αποφεύγω γιατί είναι εξαρτησιογόνα… κάτι σαν τις σειρές τύπου “Lost”, που μπορείς να κλειστείς σπίτι σου να δεις μια ολόκληρη Season σε μία μέρα, απλά για να δεις τη συνέχεια! Αλλά αυτή τη φορά είπα να επιχειρήσω να διαβάσω κάτι που έχει ως κύριο αποδέκτη το γυναικείο κοινό, έχει γραφτεί από γυναίκα και ίσως, να είναι πιο εύκολη η ταύτιση με τις ψυχολογικές μεταπτώσεις της ηρωΐδας. Παρά, λοιπόν, τις μανιώδεις προσπάθειες του αγαπητού Μιχάλη να με αποτρέψει από το τηλέφωνο «να διαβάζω βιβλία που έχουν γραφτεί από γυναίκες» και επειδή έχω, όντως, διαβάσει αριστουργήματα και από γυναίκες, το ξεκίνησα… Και ομολογώ πως «κυλούσε» πολύ γρήγορα… και στην αρχή μου άρεσε γιατί ήταν κάτι διαφορετικό από τα «βαριά» που συνήθως πιάνω, με τα βαθύτερα νοήματα και που ορισμένες φορές διαβάζεις την παράγραφο ξανά και ξανά για να νιώσεις αυτό που θέλει να περάσει ο συγγραφέας. Όχι..η ζωή θέλει και το ελαφρύ (σε ακραίες καταστάσεις ίσως να θέλει και το σκυλάδικο… χιχιχι…). Ναι ναι… είμαι η Tiger Lily Fairy που μιλάω, για όσους με ξέρουν καλά και το αμφισβητούν.:)
Τέλος πάντων… Στόχος μου δεν είναι να αναλύσω την υπόθεση του βιβλίου φυσικά! Απλά μετά την 500οστή σελίδα είχε ήδη αρχίσει να με κουράζει το συνεχές αναμάσημα των συναισθημάτων της ηρωΐδας… Στην 600οστή μάλιστα παρακαλούσα να τελειώσει όσο πιο γρήγορα γίνεται γιατί παρά την κούρασή μου μου ήταν αδύνατο να το αφήσω. Και μετά κατάλαβα ότι όλη αυτή η φλυαρία, η εμμονή και η περιγραφικότητα στον ψυχισμό της ηρωΐδας ήταν ακριβώς γιατί η συγγραφέας ήθελε να αποδώσει την αρρώστια του πάθους και του ψυχαναγκασμού. Πολύ πετυχημένο… ομολογώ, καθώς μου το πέρασε και σε μένα. Μεγαλύτερη ταύτιση δεν γινόταν. Ο τρόπος που ένιωθα για το βιβλίο ήταν ακριβώς όπως ένιωθε η ηρωΐδα με το πάθος της που, όσο και αν την κατέστρεφε, αυτή δεν μπορούσε να ξεφύγει από αυτό. Και, τελικά, όταν έφτασε το αποκορύφωμα, δηλαδή ο όλεθρός της και η πλήρης κατάπτωση, είχα μείνει με ανοιχτό το στόμα… Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, μπορεί αυτό το ελαφρύ να κατατασσόταν σε ένα από τα καλύτερα της κατηγορίας του.
Όμως, όταν γύρισα την επόμενη σελίδα απογοητεύτηκα. Γιατί; Γιατί πολύ απλά υπήρχε επόμενη σελίδα… Η συγγραφέας ακολούθησε τον γνωστό «ερασιτεχνισμό» και την αποκρουστική- κατ’ εμέ- κοινοτυπία να βάζει την ηρωΐδα να ξυπνάει σπίτι της και όλα όσα είχε αφηγηθεί στην πραγματικότητα να ήταν ένα προφητικό όνειρο που της το είχε στείλει ο Θεός ως δώρο για να «ξέρει» και να κάνει τις σωστές κινήσεις όταν αυτά πραγματικά της συμβούν. Τραγελαφικό;;;; Η αιώνια αμερικανιά του τύπου “Happy Ending” σε όλο της το μεγαλείο! Ειλικρινά, το πόσο κρατήθηκα (από σεβασμό κυρίως στη βιβλιοδεσία) για να μην το πετάξω από το παράθυρο (ή -για οικολογικούς λόγους- στον κάδο της ανακύκλωσης) ένας Θεός ξέρει!
Τελικά κατάλαβα… Κάτι που ίσως ισχύει όχι μόνο για τα βιβλία αλλά και για την ίδια την ζωή. Το να ξέρεις πού και πότε να βάζεις ένα τέλος είναι μεγάλο προτέρημα. Ένα σωστό τέλος είναι ικανό να κρίνει όλο το προηγούμενο. Να το καταστήσει όμορφο ή άσχημο. Και το όμορφο ή ωραιοποιημένο τέλος… αυτό που σε προστατεύει από την πραγματική λύτρωση, δεν είναι απαραίτητα το σωστό. Γιατί, λοιπόν, όλα να ήταν ένα όνειρο; Η ηρωΐδα έκανε κάποιες επιλογές, είχε την ελευθερία να τις κάνει, πήρε το ρίσκο και στο τέλος κατέστρεψε τα πάντα. Είχε όμως την ελευθερία ακόμη και αν είχε άγνοια για τις συνέπειες των επιλογών της… Η γνώση του ονείρου πόσο ελευθερία μπορεί να δώσει; Πόσο αυθεντικός μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που ξέρει το μέλλον του; Και πόσο πραγματικά «θείο δώρο» είναι αυτό; Αν το τέλος έμπαινε στον όλεθρο, που ήταν και η «λύτρωση» της ηρωΐδας το βιβλίο θα ήταν καλό. Με την κίνηση όμως αυτή, της συγγραφέως να τα αναγάγει όλα στη σφαίρα του φανταστικού χάνεται κάθε νόημα ταύτισης με την πραγματική ζωή.
Η ελευθερία του ανθρώπου συνδέεται άρρηκτα με την άγνοια για αυτό που θα ακολουθήσει. Αν ξέρει το τί επακολουθεί, τότε σίγουρα δεν είναι ελεύθερος και περισσότερο κατάρα, παρά θείο δώρο, είναι αυτή η γνώση!
Thursday, September 2, 2010
Η υποθετική αποτυχία ενός Vivaldi εν έτει 2050...
Διαδικτυακά εγκαίνια...
- Τα κείμενα που γράφονται με αυτό το σύστημα γραφής είναι δυσανάγνωστα και είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι χρήστες αποφεύγουν να διαβάζουν μεγάλα κείμενα γραμμένα σε greeklish, καθώς είναι ιδιαίτερα κουραστικά στην ανάγνωση.
- Αναμφίβολα υποβαθμίζουν την αισθητική μιας ιστοσελίδας
- Δε σας κυνηγάει κανείς να γράψετε γρήγορα...Δεν είναι "chat" εδώ!
- Είναι προτιμότερο ένα ανορθόγραφο κείμενο σε ελληνικούς χαρακτήρες παρά η προσπάθεια ορισμένων να οχυρώσουν την ανορθογραφία τους πίσω από τα greeklish!
- Για να μη θίξω το πόσο μάταιη είναι η προσπάθεια άλλων για "ορθογραφημένα greeklish"...
- Τα greeklish παρεμποδίζουν βασικές λειτουργίες όπως αυτή της αναζήτησης.
- H δύναμη της συνήθειας είναι μια μεγάλη απάτη...και χωρίς να θέλω να βγάλω την ουρά μου κατά καιρούς έγραφα κι εγώ σε greeklish σε δημόσιες συζητήσεις. Γιατί όμως να μη συνηθίσουμε να γράφουμε γρήγορα και με ελληνικούς χαρακτήρες- γεγονός που ουσιαστικά βοηθάει πολύ παραπάνω στην καθημερινότητα;Υπάρχει περίπτωση, για παράδειγμα, να παραδώσουμε εργασία παν/μιου γραμμένη σε greeklish;