Sunday, October 31, 2010

Δον Κιχώτες - Καρυωτάκης

Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δε σ' το 'λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων, αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ' άλογό μου!»

Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα
στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν' απαρνηθούν τις πρώτες.

Τους είδα πίσω να 'ρθουνε -- παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι' ανύπαρχτο βασίλειο --
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά, πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!

Friday, October 29, 2010

Οι χήνες

Οι χήνες

Ένας χωριάτης κάποτε τις χήνες του είχε πάρει, για να τις πάει
για πούλημα στης πόλης το παζάρι. Κι έτσι, καθώς βιαζότανε
να πάει στον προορισμό του, δεν ήταν και πολύ πολύ λεπτός
στο φέρσιμο του. Συχνά πυκνά βαρώντας τες μ’ ένα μακρύ
καλάμι, τους θύμιζε τι θα ‘πρεπεν η καθεμιά να κάμει. Μα
κείνες, που σε ζόρισμα δεν ήταν μαθημένες, αδιάκοπα
ξεφώνιζαν και σκούζανε οι καημένες. Γι’ αυτό και σαν
απάντησαν στο δρόμο ένα διαβάτη, τέτοια παράπονα άρχισαν
να λεν για το χωριάτη:
- Για κοίτα πώς μας φέρνεται και πώς μας βασανίζει
τούτος ο αγροίκος, που σκληρά τη μοίρα μας ορίζει!
Ποιος το ‘λπιζε, ποιος το ‘λέγε να καταντήσουμ’ έτσι
εμείς που καταγόμαστε από τρανό κοτέτσι,
εμείς, που ένδοξους έχουμε προγόνους μας εκείνες τις θρυλικές
κι ασύγκριτες του Καπιτωλίου χήνες που κάποια νύχτα σώσανε
την αιωνία τη Ρώμη και τις τίμησαν με γιορτές και τις τιμούν ακόμη…
- Mα εσείς γιατί γυρεύετε να σας τιμούνε τώρα; ρωτά ο
διαβάτης. Τι καλό εκάματε στη χώρα;
- Οι πρόγονοι μας…
- Ε, καλά. Αυτά τα ‘χω διαβάσει. Στην ιστορία
της χώρας μας για πάντα έχουν περάσει. Μα πέστε εσείς ποιο
κάματε κατόρθωμα μεγάλο;
- Οι προγονοί μας έσωσαν τη Ρώμη. Θέλει κι άλλο;
- Μα εσείς, εσείς τι κάματε, τιμές για να ζητήστε;
- Εμείς… προς ώρας τίποτε.
- Τότε, λοιπόν, αφήστε ήσυχους τους προγόνους σας στους
τάφους τους να μένουν.
Εκείνοι αυτό που πράξανε αυτό κι απολαβαίνουν. Μα εσείς,
κυράδες μου, θαρρώ πως θα ‘στε τιμημένες σαν είστε
παραγεμιστές ή και… ξεροψημένες.

Ιβάν Κριλόφ


Εχτές ήταν εθνική "εορτή". Βγήκαμε, κάναμε παρελάσεις, σηκώσαμε σημαίες όσο πιο ψηλά μπορούσαμε, τις βγάλαμε στα μπαλκόνια, κάναμε το σταυρό μας πολλές φορές στο "εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως", τηρήσαμε σιγή 1 λεπτού, παίξαμε τον εθνικό μας ύμνο, χειροκροτήσαμε τα παιδάκια που είπαν καλά το ποιηματάκι τους, είπαμε "χρόνια πολλά", μασαμπουκώσαμε, ήπιαμε καφέδες, ξαναείπαμε "χρόνια πολλά" και γυσίσαμε σπίτι.

Αισθανόμαστε υπερήφανοι. Γιατί οι πρόγονοί μας πολέμησαν ηρωϊκά και έδωσαν τη ζωή τους γι'αυτόν τον τόπο. Γιατί κάποτε έχτισαν και τον Παρθενώνα.Γιατί οι Σουλιώτισσες πήδηξαν στον γκρεμό, ενώ χόρευαν το χορό του Ζαλόγγου. Γιατί κάποτε ήμαστε το κέντρο του κόσμου. Γιατί ο Μ. Αλέξανδρος ήταν Έλληνας. Γιατί ο Λεωνίδας είπε "μολών λαβέ" και ο Σωκράτης "εν οίδα ότι ουδέν οίδα".Γιατί "το Πολυτεχνείο Ζει". Γιατί... όπως είπε και ο Γκας Πορτοκάλος «Η λέξη miller έχει τη ρίζα της στα ελληνικά γιατί έχει μέσα της το milo, που στα ελληνικά σημαίνει apple (μήλο)»... : Ρ

Και όταν μας ρωτούν... εσείς τί κάνατε; Εμείς απαντάμε: "δε φταίμε...ο άλλος φταίει, ο πράσινος, ο γαλάζιος, ο κόκκινος..., αυτός μας έφαγε". Και όταν μας πιέζουν και λίγο παραπάνω τότε ξεσπάμε και φωνάζουμε "... Αυτοί οι Ευρωπαίοι τα φταίνε όλα... και το ΔΝΤ. Μας ρουφάνε το αίμα, μας φοράνε φέσι... ενώ σε εμάς οφείλουν ό,τι είναι τώρα". Και όταν ρωτήσουν τον κυρ - Τάκη (τυχαία η χρήση του ονόματος εννοείται!) θα φουσκώσει και θα πει με καμάρι και νόστο... "Εμείς όταν φτιάχναμε αγάλματα, αυτοί έμεναν ακόμη στα δέντρα και έβγαζαν κραυγές..."

Περασμένα μεγαλεία, διηγώντας τα να κλαις.

Αναρωτιέμαι...Αν απλά μια μέρα ξυπνούσαμε και είχαμε πάθει μια εθνική αμνησία... αν απλά είχε εξαφανιστεί ο,τιδήποτε μας θύμιζε τις παλιές μας δόξες. Αν είχε απωλεσθεί κάθε στοιχείο ιστορικής μνήμης. Και βλέπαμε μόνο το σήμερα. Όχι συγκριτικά με το τότε. Αν αντιμετωπίζαμε μόνο το παρόν: τότε πόσο υπερήφανοι πραγματικά θα μπορούσαμε να νιώσουμε;

1)Τί είναι η Ελλάδα τώρα;

Κατά καιρούς γινόμαστε και πάλι το κέντρο του κόσμου. Αλλά όχι πλέον για το πόσο καλοί είμαστε στις τέχνες και στον πολιτισμό. Αλλά γιατί διεκδικούμε τα πρωτεία σε πολλά όμορφα πράγματα: διαφθορά, σκάνδαλα, ανοργανωσιά κ.ο.κ

2) Τί είναι αυτοί που μας κυβερνούν;

Αυτοαποκαλούνται "πολιτικοί", αλλά νομίζω ότι οι περισσότεροι από αυτούς ανήκουν σε ένα μεταλλαγμένο και χιμαιρικό είδος στο οποίο όνομα δεν έχει βρεθεί , αλλά υπό διερεύνηση είναι η υπερέκφραση ορισμένων γονιδίων του όπως αυτά της "απομύζησης" κάθε ικμάδας και του"χαμαιλεοντισμού". Επίσης, εντυπωσιακές είναι οι ικανότητες παρασιτισμού που διαθέτει το συγκεκριμένο είδος και μάλιστα σε διαφορετικά περιβάλλοντα όπως αυτό της εργασίας, των πανεπιστημίων, της τοπικής αυτοδιοίκησης κ.ο.κ

3) Τί είναι οι Έλληνες;

Είναι ένας ανώτερος λαός. Έχουν ιδιαίτερα αναπτυγμένο το συναίσθημα της κοινωνικής αλληλεγγύης και της ευσυνειδησίας, σε βαθμό που οι νόμοι γι' αυτούς αποτελούν φούμαρα. Είναι οπαδοί ορισμένων πολύ ενδιαφερουσών θεωριών, όπως αυτές του "Σταρ*ιδισμού" , του "Ατομισκισμού" και της "Δικτατορίας του έτσι θέλω". Και νομίζω ότι προτιμούν το αργό ψήσιμο στους 180- 200 βαθμούς ενώ παρακαλούν τους μάγειρες τους (που εντελώς συμπτωματικά τυχαίνει να είναι το προαναφερθέν χιμαιρικό είδος) για λίγα κάστανα ακόμη.


Δεν είναι γιορτή. Είναι μνημόσυνο. Γι'αυτό που κάποτε ήταν κάποιοι και εμείς δε θα είμαστε ποτέ. Ζωή σε λόγου μας.


Wednesday, October 27, 2010

Γατο - μουσικο - ψυχοθεραπεία!


Η Λού - Λού τις τελευταίες μέρες έχει ψυχολογικά προβλήματα... Το πρωί ήρθε και με ξύπνησε με το κλάμμα της :( ... Να κι εγώ θα της βάλω τώρα να ακούσει "το χρυσόψαρο" μπας και ηρεμήσει...

Tuesday, October 26, 2010

Πώς να με κάνετε πέρα στο μέλλον...


Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, το σπίτι μας γεμίζει με τον καρπό που έδωσε ο Πλούτωνας στην Περσεφόνη για να μείνει στον Άδη μαζί του. Είναι από τη - γέρικη, πλέον - ροδιά της αυλής μας. Ένα δέντρο που είναι άμεσα συνδεδεμένο με την παιδική μου ηλικία, οπότε μαζί με τα ρόδια, το μυαλό μου γεμίζει και όμορφες αναμνήσεις!
Κάθομαι και διαβάζω για τις απίστευτες ιδιότητες του χυμού του ροδιού και τον φύλλων της ροδιάς... Αντισηπτικές, αντιφλεγμονώδεις, αντιβηχικές, στυπτικές, αντιδιαρροϊκές, αντιοξειδωτικές, προστατευτικές έναντι διαφόρων νεοπλασμάτων και άκουσον άκουσον... το φυσικό υποκατάστατο του Viagra! Προσοχή όμως, διότι ο χυμός του ροδιού λεκιάζει ανεπανόρθωτα!
Προτείνω, λοιπόν, αλλαγή της γνωστής παροιμίας "ένα μήλο την ημέρα.." σε "ένα ρόδι την ημέρα"... τί λέτε;;;

Saturday, October 23, 2010

The silhouette artist...

Χθες το βράδυ είδα ένα όνειρο... Ήμουν, λέει, μια από εκείνους τους πλανόδιους με τα χαρτόνια που σε τραβάνε ξαφνικά και υποτίθεται σου κόβουν το προφίλ σου σε χαρτόνι. Είχα κι εγώ ένα τεράστιο χαρτόνι κι ένα ψαλίδι και έκοβα και σχημάτιζα ανθρώπους, όπως εγώ ήθελα. Και κάθε φορά, όταν τέλειωνα τη δημιουργία μου, αυτή έπεφτε στο χώμα και γινόταν πραγματικός άνθρωπος. Μετά, ο καθένας από αυτούς ερχόταν και με πλήρωνε με κάτι περίεργα χρυσά νομίσματα.
Εντάξει, κατά καιρούς πολλοί με έχουν αποκαλέσει εγωΐστρια... Δεν το αποδέχομαι πάντα. Αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι το συγκεκριμένο όνειρο είναι ό,τι πιο εγωΐστικό έχω σκεφτεί ποτέ μου.Ή μάλλον δεν το σκέφτηκα καν...Μου βγήκε αυθόρμητα, καθώς πηγή των ονείρων είναι το υποσυνείδητο. Πρέπει να τρομάξω;;;

Friday, October 22, 2010

Ι Know...


Ξέρω...Το παρελθόν θα σε προλαβαίνει όσο εσύ θα τρέχεις πιο γρήγορα...απλά το ξέρω. :(


Wednesday, October 20, 2010

Otan xarazei


"Ούτε που πρόλαβα να σου πω τη μοναδική μου ιδιότητα... Είμαι συλλέκτης. Μαζεύω το πιο σκληρό και άγριο πράγμα του κόσμου...Στιγμές. Έτσι κι αλλιώς, τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά. Η ζωή ξέρει."

Friday, October 15, 2010

Goofy: No Smoking


Άκουσα στο ραδιόφωνο ότι οι καταστηματάρχες αντιδρούν στα νέα αντικαπνιστικά μέτρα, λόγω της πτώσης του τζίρου και ετοιμάζονται να ξαναβάλουν τασάκια...Ακούω διάφορα, περί ρατσιστικού χαρακτήρα των μέτρων και για το πόσο ασυμβίβαστο είναι κάτι τέτοιο για την Ελλάδα.
Ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω... γιατί στην Ελλάδα ΕΙΔΙΚΑ είναι ασυμβίβαστο; Είμαστε πιο έξυπνος λαός από τους άλλους; Θεωρώ απαράδεκτη αυτή τη νοοτροπία, πόσο μάλλον σε μια χώρα που ο χειμώνας είναι πολύ πιο ήπιος σε σχέση με άλλες... Τόσο πολύ βαριούνται οι καπνιστές να πάνε 10 μέτρα παραπέρα; Τόσο πολύ θέλουν να επιβάλλουν τη συνήθεια τους και στους μη καπνιστές; Όλοι μιλάνε λες και αυτά τα μέτρα πρόκειται να τους "σκοτώσουν" (οικονομικά, ψυχολογικά κτλ), ενώ το ίδιο το κάπνισμα είναι η δεύτερη προβλέψιμη αιτία θανάτου ( πρώτη είναι η υπέρταση).
Γινόμαστε πραγματικά εκνευριστικοί εμείς οι ξενέρωτοι που δεν καπνίζουμε μαλλον... Θα μας καταντήσουν να νιώθουμε και ένοχοι γιατί πολύ απλά υποστηρίζουμε το δικαίωμα μας στον καθαρό αέρα (που ήδη είναι πολύ επιβαρυμένος από καυσαέρια, σωματίδια κτλ).
Τα παιδιά όταν βλέπουν αυτά τα πρότυπα πώς να μη μιμούνται; Πώς να μην ξεκινήσουν να καπνίζουν από το δημοτικό (δεν είμαι υπερβολική, συμβαίνει) όταν, ουσιαστικά, γίνονται καπνιστές ρέγγες από την κούνια τους, για να μην πω από την κοιλιά της μαμάς τους; Άραγε, είναι τόσο αισχρό που δεύτερη φορά γίνεται προσπάθεια για να αποθαρρυνθούν οι νέοι να το αρχίσουν; (Ως πρώτη θεωρώ την απαγόρευση των διαφημίσεων των τσιγάρων).
Και γιατί τόσο κοιτούν όλοι τη βραχυχρόνια ζημία και παραβλέπουν το μακροχρόνιο όφελος; Ακόμη και οικονομικά να το δει κανείς το θέμα θα καταλάβει ότι ένα τεράστιο μέρος από τα υπέρογκα ποσά που ξοδεύονται παγκοσμίως για τη θεραπεία των καρδιαγγειακών και των καρκίνων μπορεί να εξαλειφτεί αν ελαττωθεί αυτή η επιβλαβής συνήθεια.
Αλλά, φυσικά, εγώ είμαι η ξενέρωτη, έχω αποστειρωμένη σκέψη και φοράω παρωπίδες... γιατί απλά θεωρώ ότι δε φταίω σε τίποτα να εισπνέω το δηλητήριο που άλλοι από προσωπική τους επιλογή επιλέγουν να εισπνέουν. Μέσα στα σπίτια τους ας κάνουν ό,τι θέλουν. Ας το κάνουν θάλαμο αερίων... (Αν και αυτό πάλι είναι απαραδεκτο - κατ' εμέ - εφόσον υπάρχουν παιδιά, οι γονείς των οποίων μάλλον τα θεωρούν κτήμα τους και υπάγουν στην δικιά τους δικαιοδοσία το αν θέλουν να τα "σκοτώνουν" ή όχι.)
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το κράτος φέρεται με υποκρισία... Προωθεί ένα πλασματικό ενδιαφέρον για να βρει μια δικαιολογία για πρόστιμα. Μα πώς μπορεί να γίνει αυτό όταν αυτόματα τα νέα μέτρα προκαλούν μια ελάττωση στην κατανάλωση καπνού, από τους φόρους του οποίου το κράτος έχει πολλά έσοδα; Και έστω ότι όντως είναι καθαρή υποκρισία. Είναι επαρκές το επιχείρημα αυτό για να εξακολουθούμε να ανεχόμαστε την πρακτική του αυθαίρετου καπνίσματος; Ωραία... ας καταργηθεί και ο Κ.Ο.Κ. τότε και όλα όσα ρυθμίζουν την ομαλή συμβίωση των πολιτών μόνο και μόνο με τη λογική ότι το κράτος υποκρίνεται και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για μας. Το παράδειγμα που θέτω ίσως να ακούγεται ακραίο, αλλά η μόνη διαφορά είναι με τις συνέπειες του αυθαίρετου καπνίσματος είναι ότι τα αποτελέσματά (= χαοτική κυκλοφορία, αμέτρητα ατυχήματα κτλ) φαίνονται πιο άμεσα!
Κάθημερινά βιώνω όλο και περισσότερο αυτό το συναίσθημα: Ζω σε μια χώρα που πρέπει να αγωνίζομαι και να διεκδικώ το αυτονόητο. Ίσως κουράστηκα. Ίσως να γίνομαι και εγώ κουραστική. Είναι από αυτές τις στιγμές που λέω ότι θέλω να σηκωθώ να φύγω από αυτή τη χώρα. Και ναι... απεχθάνομαι το κράτος, τη γραφειοκρατεία, τα λαδώματα, την αναξιοκρατία...Αλλά σίγουρα φταίω κι εγώ, κι εσύ και όλοι μας γι' αυτό το μπουρδέλο.
Πάντως, και η πιο φανατική καπνίστρια και υποστηρίκτρια της αντιλαϊκής φύσης των μέτρων αυτών να ήμουν, δε θα ένιωθα καθόλου όμορφα όταν το παιδί μου μου ανακοίνωνε ότι καπνίζει...

Wednesday, October 13, 2010

Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι

Μιας και ο τίτλος του ιστολογίου μου είναι "Crazy fairytales" θα ήταν παράλειψη να μη βάζω κάπου - κάπου και από κανένα παραμύθι... Διότι ένα παραμύθι μπορεί να πει τη μεγαλύτερη αλήθεια! Ευχαριστώ το φίλο μου Noobsaibot που μου έγραψε και μου έστειλε αυτή την ιστοριούλα που του διηγήθηκε κάποτε ο πατέρας του. :)

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν χαρακτήρες και συναισθήματα.Ζούσαν λοιπόν η Ευτυχία,η Βλακεία,η Λύπη,η Γνώση,η Αγάπη,ο Πλούτος,η Αλαζονεία.Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι άρχισαν να επισκευάζουν τις βάρκες τους για να φύγουν.Η Αγάπη όμως έμεινε πίσω,ήθελε να αντέξει μέχρι το τέλος.Το νερό όμως άρχιζε να την καλύπτει οπότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια πανέμορφη θαλαμηγό.

Η Αγάπη του λέει:''πάρε με μαζί σου Πλούτο'' και αυτός της απαντάει:''έχω γεμίσει το σκάφος μου με ασήμι και χρυσάφι και δεν έχω χώρο για να σε πάρω''.Περνά από μπροστά της η Αλαζονεία που επίσης είχε ένα πανέμορφο σκάφος.''Δεν μπορώ να σε πάρω Αγάπη μαζί μου γιατί θα μου βρέξεις το σκάφος γιατί είσαι μούσκεμα''.

Η Λύπη περνά και αυτή δίπλα από την αγάπη μουτρωμένη και στενοχωρημένη και της λέει ότι θέλει να μείνει μόνη της.Σε λίγο εμφανίζεται η Ευτυχία η οποία βέβαια είχε ένα ύφος τόσο χαρούμενο που δεν έδωσε καν σημασία στην παρουσία της Αγάπης.Ξαφνικά με φωνές και τραγούδια περνά η Βλακεία που θα πήγαινε σ'΄ενα πάρτι στο απέναντι νησί που από το θόρυβο δεν άκουγε καν τις εκκλήσεις της Αγάπης για βοήθεια.

Τότε εμφανίστηκε ένας ηλικιωμένος που η Αγάπη δεν τον γνώριζε,την πήγε στη στεριά και εξαφανίστηκε.Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα οφείλει σ'αυτόν που την έσωσε,ρωτά τη Γνώση που βρέθηκε κοντά της:''ποιός είναι αυτός που με έσωσε?'' και η Γνώση της απαντά:''ο Χρόνος'' και η Αγάπη τη ρωτά ''γιατί?'' και η Γνώση της λέει:''μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει τι είναι η Αγάπη και πόσο μεγάλη σημασία έχει,για να της σώσει τη ζωή''!

Sunday, October 10, 2010

Αντίο...


Αυτό για σένα γιαγιά... Καλό ταξίδι! Θα σ'αγαπώ και θα σε θυμάμαι. Τα ξαναλέμε...

Tuesday, October 5, 2010

Η σονάτα του σεληνόφωτος - Γιάννης Ρίτσος


Γιάννης Ρίτσος - Ἡ σονάτα τοῦ σεληνόφωτος

Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.

Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.

Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου, χωρὶς καθόλου βαλίτσες - τί νὰ τὶς κάνεις; - Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι - τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τὸ πρῶτο μέρος. Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα, πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει.

Saturday, October 2, 2010

Περί φιλίας ο λόγος...


Καθώς μεγαλώνουμε, παρατηρώ ότι αυξάνονται οι γνωστοί μας και μειώνονται οι φίλοι μας. Ίσως, γιατί καθώς περνάει ο καιρός, αυξάνονται οι ευθύνες και αυτόματα αυξάνονται και τα κριτήρια για να θεωρείς τον άλλον φίλο σου. Θέλω να πιστεύω ότι , όντως, οι πραγματικές φιλίες δεν πεθαίνουν ποτέ... Αλλά σίγουρα αυτό δεν πρέπει να είναι θέμα "προσπάθειας". Είναι βλακεία να πω, "θα προσπαθήσω να μείνω φίλη με τον/την τάδε", εφόσον και μόνο το ρήμα "προσπαθώ" αναιρεί την έννοια της φιλίας. Προφανώς, η φιλία δεν υποχρέωση. Δεν είναι κάτι ασυμβίβαστο ούτε με σχέσεις ούτε με ευθύνες - εργασιακές, οικογενειακές κτλ. Δεν είναι ένα στεγνό "πρέπει". Ούτε κάτι που πρέπει να εξηγήσεις γιατί το κάνεις. Είναι ένα συναίσθημα ανιδιοτελές, που σου βγαίνει αυθόρμητα και αβίαστα. Δε χρειάζεται να "πάθεις" κάτι, για να απευθυνθείς στο φίλο σου. Ούτε και να πάθει κάτι αυτός για σου τραβήξει την προσοχή. Σίγουρα, αυτό που λένε ότι οι πραγματικοί φίλοι φαίνονται στα δύσκολα είναι μεγάλη αλήθεια αλλά - κατά την προσωπική μου άποψη - ημιτελής. Φαίνονται και στα εύκολα, στα χαρούμενα, στα ουδέτερα, στα καθημερινά. Στα πάντα. Και όχι γιατί πρέπει, αλλά γιατί το θέλουν και το νιώθουν πραγματικά. :)