Δε λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια!
Κούτσα μια και κούτσα δυο της ζωής το ρημαδιό!
Mεροδούλι, ξενοδούλι! Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι,
ούλοι: δούλοι, αφεντικό και μ' φήναν νηστικό.
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια, παραβγαίνανε στην παίδεια
με κοτρόνια στα ψαχνά, φούχτες μύγα στ' αχαμνά!
Aνωχώρι, Κατωχώρι, ανηφόρι, κατηφόρι,
και με κάμα και βροχή, ώσπου μου 'βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι
κι' έχτισα, στην εμπασιά του χωριού, την εκκλησιά.
Kαι ζευγάρι με το βόδι (άλλο μπόι κι' άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα τ' αφεντός τα στρέμματα.
Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα" κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί για τ' αφέντη το φαϊ.
Kαι γι' αυτόνε τον ερίφη εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό, την τιμή της ουρανό!
Aλλά εμένα σε μια σφήνα μ' έδεναν το Μαη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό να γκαρίζω, να θρηνώ.
Kι' ο παπάς με την κοιλιά του μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός: "Σε καβάλησε ο Χριστός!
Δούλευε για να στουμπώσει όλ' η Χώρα κι' οι καμπόσοι.
Μη ρωτάς το πώς και τί, να ζητάς την αρετή!
-Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου! -Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!
-Αντραλίζομαι!... Πεινώ!... -Σούτ! θα φας στον ουρανό!"
Kι' έλεα: όταν μιαν ημέρα παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κι' εγώ, του θεού τ' αβασταγό!
Kι' όταν ένα καλό βράδυ θα τελειώσει μου το λάδι
κι' αμολήσω την πνοή (ένα πουφ είν' η ζωή),
H ψυχή μου θε να δράμη στη ζεστή αγκαλιά τ' Αβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του να φιλάει τα γένια του!
Γέρασα κι' ως δε φελούσα κι' αχαϊρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά να με φάνε τα θεριά.
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω στη σπηλιά τον Αι-Φραγκίσκο:
"Χαίρε φως αληθινόν και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γέρο κύρ Μέντη απ' την αδικιά τ' αφέντη,
συ που δίδαξες αρνί τον κύρ λύκο να γενή!
Tο σκληρόν αφέντη κάνε από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Μα με την κουβέντα αυτή πόρτα μου 'κλεισε κι' αυτί.
Tότενες το μαύρο φίδι το διπλό του το γλωσσίδι
πίσω από την αστοιβιά βγάζει και κουνάει με βιά:
"Φως ζητάνε τα χαϊβάνια κι' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι' όξαποδώ κει δεν είναι παρά δώ.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου, με το δίκιο του πολέμου
θα το βρης. Οπου ποθεί λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου- τον αφέντη τον κουφό σου!
Και στον ίδρο το δικό γίνε συ τ' αφεντικό.
Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς θα 'ρτη ανάποδα ο ντουνιάς.
Kοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει κι' έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι' άλλος ήλιος έχει βγη σ' άλλη θάλασσ', άλλη γης".
Κούτσα μια και κούτσα δυο της ζωής το ρημαδιό!
Mεροδούλι, ξενοδούλι! Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι,
ούλοι: δούλοι, αφεντικό και μ' φήναν νηστικό.
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια, παραβγαίνανε στην παίδεια
με κοτρόνια στα ψαχνά, φούχτες μύγα στ' αχαμνά!
Aνωχώρι, Κατωχώρι, ανηφόρι, κατηφόρι,
και με κάμα και βροχή, ώσπου μου 'βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι
κι' έχτισα, στην εμπασιά του χωριού, την εκκλησιά.
Kαι ζευγάρι με το βόδι (άλλο μπόι κι' άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα τ' αφεντός τα στρέμματα.
Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα" κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί για τ' αφέντη το φαϊ.
Kαι γι' αυτόνε τον ερίφη εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό, την τιμή της ουρανό!
Aλλά εμένα σε μια σφήνα μ' έδεναν το Μαη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό να γκαρίζω, να θρηνώ.
Kι' ο παπάς με την κοιλιά του μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός: "Σε καβάλησε ο Χριστός!
Δούλευε για να στουμπώσει όλ' η Χώρα κι' οι καμπόσοι.
Μη ρωτάς το πώς και τί, να ζητάς την αρετή!
-Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου! -Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!
-Αντραλίζομαι!... Πεινώ!... -Σούτ! θα φας στον ουρανό!"
Kι' έλεα: όταν μιαν ημέρα παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κι' εγώ, του θεού τ' αβασταγό!
Kι' όταν ένα καλό βράδυ θα τελειώσει μου το λάδι
κι' αμολήσω την πνοή (ένα πουφ είν' η ζωή),
H ψυχή μου θε να δράμη στη ζεστή αγκαλιά τ' Αβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του να φιλάει τα γένια του!
Γέρασα κι' ως δε φελούσα κι' αχαϊρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά να με φάνε τα θεριά.
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω στη σπηλιά τον Αι-Φραγκίσκο:
"Χαίρε φως αληθινόν και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γέρο κύρ Μέντη απ' την αδικιά τ' αφέντη,
συ που δίδαξες αρνί τον κύρ λύκο να γενή!
Tο σκληρόν αφέντη κάνε από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Μα με την κουβέντα αυτή πόρτα μου 'κλεισε κι' αυτί.
Tότενες το μαύρο φίδι το διπλό του το γλωσσίδι
πίσω από την αστοιβιά βγάζει και κουνάει με βιά:
"Φως ζητάνε τα χαϊβάνια κι' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι' όξαποδώ κει δεν είναι παρά δώ.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου, με το δίκιο του πολέμου
θα το βρης. Οπου ποθεί λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου- τον αφέντη τον κουφό σου!
Και στον ίδρο το δικό γίνε συ τ' αφεντικό.
Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς θα 'ρτη ανάποδα ο ντουνιάς.
Kοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει κι' έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι' άλλος ήλιος έχει βγη σ' άλλη θάλασσ', άλλη γης".
No comments:
Post a Comment